φιλομαθέστατον

φιλομαθέστατον
φιλομαθής
fond of learning
masc acc superl sg
φιλομαθής
fond of learning
neut nom/voc/acc superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μελετηρός — ή, ό (Α μελετηρός, ά, όν) [μελέτη] νεοελλ. αυτός που είναι αφοσιωμένος στη μελέτη, στη σπουδή ενός θέματος, αυτός που αγαπά τη μελέτη, φιλομαθής, επιμελής («θα προοδεύσει, γιατί είναι μελετηρός») αρχ. 1. αυτός που ασκείται σε κάτι με προθυμία και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”